Το πόσιμο νερό αποτελούσε ανά τους αιώνες πολύτιμο αγαθό. Στα σύγχρονα αστικά και οικιστικά κέντρα η διασφάλιση της ποιότητας του είναι ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Ως πόσιμο νερό χαρακτηρίζεται το νερό το οποίο είναι «καθαρό» από χημική και μικροβιολογική άποψη και το οποίο μπορεί να καταναλωθεί από τον άνθρωπο χωρίς να κινδυνεύει η υγεία του βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του πρέπει να μην περιλαμβάνουν την παρουσία οσμής, γεύσης η χρώματος.
Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας οι υπεύθυνοι ύδρευσης (λ.χ. Δ.Ε.Υ.Α. για τις υδρεύσεις δήμων, νόμιμοι εκπρόσωποι για βιομηχανίες, ιδρύματα κλπ) φέρουν τον λεγόμενο πρώτο βαθμό ευθύνης. Φέρουν δηλαδή την ευθύνη για την μελέτη, κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση του συστήματος ύδρευσης, την διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων και την ευθύνη γενικά για την λήψη κάθε μέτρου, προκειμένου να παρέχεται πόσιμο νερό στον υδρευόμενο πληθυσμό.
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε ένα δίκτυο ύδρευσης πόσιμου νερού πρέπει να ελέγχονται 50 περίπου χημικές και μικροβιολογικές παράμετροι όπως ορίζονται στην Κ.Υ.Α. Υ2/2600/2001, με συχνότητα που εξαρτάται από τον πληθυσμό που εξυπηρετείται. Επιβάλλεται από την νομοθεσία λοιπόν, να παρακολουθείται η χημική, μικροβιολογική αλλά και η οργανοληπτική ποιότητα του νερού, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από εργαστήρια τα οποία πρέπει να είναι διαπιστευμένα ως προς την ικανότητα τους να εκτελούν τέτοιου είδους δοκιμές σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο ISO 17025.
Οι παραμετρικές τιμές για το νερό ορίζονται έτσι, ώστε να υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας για την υγεία των καταναλωτών του νερού ακόμη και εάν προκύψουν μικρές αποκλίσεις. Σε περίπτωση αποκλίσεων από αυτές τις τιμές, ο διαχειριστής της ύδρευσης έχει την δυνατότητα να αναλάβει δράσεις για την άρση των αιτίων που τις προκαλούν ή και την εξάλειψη της κακής ποιότητας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων με μηχανικές, φυσικοχημικές και βιολογικές διορθωτικές ενέργειες.
Εκτός από τους υπεύθυνους ύδρευσης είναι καλό και ο κάθε πολίτης μόνος του να ελέγχει συνεχώς τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (γεύση, οσμή, χρώμα) του νερού που καταναλώνει και σε περίπτωση που παρατηρήσει κάτι ασυνήθιστο να το αναφέρει στον εκάστοτε υπεύθυνο ύδρευσης. Σε περίπτωση που για τον τελευταίο αλλά και για οιονδήποτε άλλο λόγο έχει βάσιμη υποψία για μη ικανοποιητική ποιότητα του πόσιμου νερού, μπορεί να στείλει ένα δείγμα του νερού που κρίνεται ως πιθανώς ρυπασμένο ή και επιμολυσμένο, σε ένα εργαστήριο, για έλεγχο (Γενικό Χημείο του Κράτους-Γ.Χ.Κ στην τοπική Χημική Υπηρεσία ή σε κάποιο Ιδιωτικό Εργαστήριο Χημικών και Μικροβιολογικών Αναλύσεων). Το εργαστήριο αυτό κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι διαπιστευμένο για την ικανότητα του να πραγματοποιεί αναλύσεις, σύμφωνα με το προαναφερθέν διεθνές πρότυπο ISO 17025.
Η κατανάλωση νερού καλής ποιότητας είναι ύψιστης σημασίας για την διατήρηση της υγείας και του επιπέδου ευεξίας των ανθρώπων και ο συνεχής έλεγχος του αποτελεί σημαντικό έργο που θα πρέπει όλοι οι αρμόδιοι φορείς αλλά και οι πολίτες ανάλογα με τις αρμοδιότητες και τις δυνατότητές τους, οι μεν πολίτες να το προστατεύουν, να το στηρίζουν και να το απαιτούν, οι δε φορείς να το υλοποιούν.
Τρίλοφος Θεσσαλονίκης, Μάρτιος 2010
Μάριος Μαρούλης
Αναλυτικός Χημικός, MSc
6974045577
www.modernanalytics.gr
http://www.chemist.gr
Δημοσίευση σχολίου